- κοπαδιάζω
- κοπάδιασα, κοπαδιασμένος, κάνω κοπάδι, μαζεύω σε κοπάδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοπαδιάζω — [κοπάδι] συγκροτώ αγέλη, μαζεύω ζώα ή ανθρώπους και κάνω κοπάδι ή δημιουργώ όχλο … Dictionary of Greek
κοπαδιαστός — ή, ό [κοπαδιάζω] αυτός που αποτελεί κοπάδι, αγέλη, πλήθος, αυτός που είναι μαζί με άλλους πολλούς. επίρρ... κοπαδιαστά κατά αγέλες, με τρόπο κοπαδιαστό … Dictionary of Greek